φελλωτός

φελλωτός
-ή, -ό
αυτός που είναι κατασκευασμένος από φελλό, ο φέλλινος: Το φελλωτό καραβάκι του παιδιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φελλωτός — ή, ό / φελλωτός, ή, όν, ΝΜ 1. κατασκευασμένος από φελλό 2. επενδεδυμένος με φελλό (α. «φελλωτά παπούτσια» β. «φελλωτὰ σανδάλια», Μιχ. Ακομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • φελλένιος, -ια, -ιο — και φέλλινος, η, ο 1. αυτός που αποτελείται από φελλό, φελλώδης: Η τάπα του μπουκαλιού είναι φελλένια. 2. αυτός που είναι κατασκευασμένος από φελλό, φελλωτός: Φελλένιο τακούνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”